αρμάθιασμα

αρμάθιασμα
το [αρμαθιάζω]
το να κάνει κανείς αρμαθιές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρμαθιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, φτιάχνω αρμαθιά: Εκείνο το καλοκαίρι είχαν ν αρμαθιάσουν πολλά καπνά. Ουσ. αρμάθιασμα, το ατος, ο σχηματισμός αρμαθιάς: Το αρμάθιασμα δεν είναι δύσκολη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορμάθιση — η [ορμαθίζω] σχηματισμός ορμαθού, το αρμάθιασμα …   Dictionary of Greek

  • σπάγκος — ο και σπάγγος, ο (λ. ιταλ.) 1. λεπτό σχοινί: Αγόρασε σπάγκο για το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού. 2. μτφ., τσιγκούνης: Δε βγάζεις δεκάρα απ αυτόν το σπάγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”